Είναι τρεις φίλοι στο μπαρ και τα πίνουν.
Έρχεται η κουβέρτα στο θέμα της απιστίας.
Λέει ο πρώτος:
- Εγώ όταν θέλω να τσεκάρω την γυναίκα μου αν μου τα φοράει, πάω σπίτι, την κοιτάω μέσα στα μάτια αυστηρά, και την ρωτάω με έντονο ύφος: "Δεν μου λες, Κατερίνα, δεν πιστεύω να μου τα φοράς;" Αν την δω και πάρει τα μάτια της από τα δικά μου, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά...
- Σιγά το κόλπο, λέει ο δεύτερος. Εγώ όταν θέλω να τσεκάρω την γυναίκα μου πάω σπίτι, την παίρνω με το καλό, την χαιδεύω, την φιλάω, και κάποια στιγμή την ρωτάω όλο γλύκα: "Μαράκι, αγάπη μου, δεν πιστεύω να μου τα φοράς;" Αν την δω και πάρει τα μάτια της από τα δικά μου, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά...
Πετάγεται τότε και ο τρίτος και λέει:
- Είστε και οι δύο μαλάκες!! Ένα είναι το σύστημα για να πιάσεις την γυναίκα σου αν σου τα φοράει!
- Και ποιο είναι αυτό το κόλπο, πονηρέ; ρωτάνε οι δύο άλλοι με απορία.
- Είναι απλό. Πριν πάω σπίτι μου, περνάω μία βόλτα από το σπίτι της μεγαλύτερης κουτσομπόλας της γειτονιάς. Της χτυπάω το κουδούνι και μόλις ανοίξει της λέω: "Μωρή πουτάνα, κυρά Ματίνα, με ποιόν πηδιόσουν χθες το βράδυ;" Και μου απαντά: "Εγώ μωρέ κερατά, ή η πουτάνα η γυναίκα σου, που πηδιόταν με αυτόν, αυτόν και αυτόν..."
Έρχεται η κουβέρτα στο θέμα της απιστίας.
Λέει ο πρώτος:
- Εγώ όταν θέλω να τσεκάρω την γυναίκα μου αν μου τα φοράει, πάω σπίτι, την κοιτάω μέσα στα μάτια αυστηρά, και την ρωτάω με έντονο ύφος: "Δεν μου λες, Κατερίνα, δεν πιστεύω να μου τα φοράς;" Αν την δω και πάρει τα μάτια της από τα δικά μου, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά...
- Σιγά το κόλπο, λέει ο δεύτερος. Εγώ όταν θέλω να τσεκάρω την γυναίκα μου πάω σπίτι, την παίρνω με το καλό, την χαιδεύω, την φιλάω, και κάποια στιγμή την ρωτάω όλο γλύκα: "Μαράκι, αγάπη μου, δεν πιστεύω να μου τα φοράς;" Αν την δω και πάρει τα μάτια της από τα δικά μου, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά...
Πετάγεται τότε και ο τρίτος και λέει:
- Είστε και οι δύο μαλάκες!! Ένα είναι το σύστημα για να πιάσεις την γυναίκα σου αν σου τα φοράει!
- Και ποιο είναι αυτό το κόλπο, πονηρέ; ρωτάνε οι δύο άλλοι με απορία.
- Είναι απλό. Πριν πάω σπίτι μου, περνάω μία βόλτα από το σπίτι της μεγαλύτερης κουτσομπόλας της γειτονιάς. Της χτυπάω το κουδούνι και μόλις ανοίξει της λέω: "Μωρή πουτάνα, κυρά Ματίνα, με ποιόν πηδιόσουν χθες το βράδυ;" Και μου απαντά: "Εγώ μωρέ κερατά, ή η πουτάνα η γυναίκα σου, που πηδιόταν με αυτόν, αυτόν και αυτόν..."