Το ντέρμπι του
Σαββάτου μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού θα μας κάνει να ξεχάσουμε για λίγο
την κρίση...
και θα δείξει αν οι δυο σταρ των ομάδων, Ράφικ Τζιμπούρ και Σεμπαστιάν Λέτο, θα μετατρέψουν τις εμφατικές δηλώσεις τους σε καλή εμφάνιση ή αν, σαν άμυαλα παιδιά, δίνουν εύκολα τον λόγο τους, χωρίς να ξέρουν ότι το δύσκολο είναι να τον κρατήσεις.
Μπορεί να γράψει κανείς χιλιάδες λέξεις για ν’ αποτυπώσει τα συναισθήματα που προξενεί ένα ντέρμπι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Από την άλλη, μόνο και μόνο η είδηση πως το Σάββατο είναι το ντέρμπι των «αιωνίων» φτάνει για να περιγράψει τα πάντα. Από τη μια ο στιβαρός Ολυμπιακός του Ερνέστο Βαλβέρδε και της σταθερής διοίκησης, που όμως
δεν έχει καταφέρει να πιάσει καλό βηματισμό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Από την άλλη ο Παναθηναϊκός, που βίωσε το καλοκαίρι το δραματικό τέλος της πολυμετοχικότητας, έφαγε δυο σφαλιάρες στην Ευρώπη κι έμεινε έξω από
Champions και Europa League, αλλά στη συνέχεια η ομάδα του Φερέιρα απέδωσε καλύτερα, μ’ ένα εντυπωσιακά παραγωγικό παιχνίδι που τη φέρνει στην κορυφή του πρωταθλήματος. Α, και μ’ έναν Σαουδάραβα πρίγκιπα έτοιμο να επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στον σύλλογο του «τριφυλλιού». Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι πρωταγωνιστές του ντέρμπι. Και οι δυο διαθέτουν τρομακτικές ποδοσφαιρικές ικανότητες, και οι δυο ξεχωρίζουν μέχρι στιγμής, και οι δυο, όμως, έχουν μια επικίνδυνη τρέλα στο μυαλό, που μπορεί να τους οδηγήσει ανά πάσα στιγμή στον τορπιλισμό της καριέρα τους και στο κάψιμο του ταλέντου τους. Ο «πράσινος» Σεμπαστιάν Λέτο είναι αυτήν τη στιγμή ο πιο φορμαρισμένος παίκτης του πρωταθλήματος. Μετά από μια μέτρια περσινή χρονιά, απ’ την οποία το μόνο που θυμόμαστε είναι κάτι μπουνίδια και κάτι κόνξες που έκανε στ’ αποδυτήρια, δύο ήταν τα ενδεχόμενα για το καλοκαίρι: ή να πουληθεί ή ν’ αναλάβει τις ευθύνες του, ως ο νέος ηγέτης του ΠΑΟ, μετά την αποχώρηση του Τζιμπρίλ Σισέ. Τελικά, αποφάσισε το δεύτερο και με δέκα γκολ σε επτά αγώνες είναι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του και του πρωταθλήματος.
Ταιριάζοντας απόλυτα στο σύστημα του Φερέιρα, που θέλει τον ΠΑΟ ν’ αγωνίζεται χωρίς καθαρό επιθετικό αλλά με τρεις προωθημένους μέσους (το θαυμάσαμε αυτό στη Ρόμα του Σπαλέτι, με τον παίκτη-σύμβολο της πόλης, Φραντσέσκο Τότι, να εγκαινιάζει στην ουσία τη θέση όπου αγωνίζεται τώρα ο Λέτο), ο Αργεντινός βρήκε επιτέλους τον ζωτικό του χώρο μέσα στο γήπεδο. Αυτό είναι, ίσως, το μόνο πράγμα που χρειάζονται οι παίκτες αυτής της πάστας, να τους τοποθετήσεις σωστά μέσα στο σύστημά σου.
Από εκεί κι έπειτα, τα κάνουν όλα μόνοι τους. Ο Αλγερινός Ράφικ Τζιμπούρ (γνωστός ως «Τρομοκράτης» ή «Τζεμπούρης») πήγε πέρσι, στη μέση της χρονιάς, στον Ολυμπιακό, αφού έμεινε ελεύθερος από την ΑΕΚ. Είναι παιδί μεταναστών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γκρενόμπλ κι έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην Οσέρ. Ο ατίθασος χαρακτήρας του ήταν και το βασικό του εμπόδιο στο να κάνει μεγάλη καριέρα στη Γαλλία. Το 2006 ήρθε στην Ελλάδα και στον Εθνικό Αστέρα, για να μετακομίσει αμέσως σχεδόν στο Περιστέρι και στον Ατρόμητο Αθηνών. Την επόμενη χρονιά πήγε «πλατεία» κι έγινε κάτοικος Νέας Σμύρνης. Μετά από έναν χρόνο έκανε το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, οπότε και πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ. Εκεί, για δυόμισι περίπου χρόνια τσακωνόταν με όλο τον κόσμο και θα μας μείνουν αξέχαστες οι κοκορομαχίες με την κλίκα των Αργεντινών (Σκόκο, Μπλάνκο, Σάχα), που είχαν φτάσει σε σημείο να μην αλλάζουν μπαλιά μέσα στο γήπεδο. Η τραγική κατάσταση στα διοικητικά και τα οικονομικά της ΑΕΚ και κάτι κόλπα των μάνατζερ τον οδήγησαν στον Ολυμπιακό. Το μόνο παράπτωμά του είναι ότι άργησε μια φορά στην προπόνηση. Κατά τ’ άλλα, έχει πετύχει 8 κρίσιμα γκολ σε έντεκα αγώνες και μέχρι στιγμής έχει κρατήσει τον λόγο του ότι θα είναι «καλό παιδί». Και τα «καλά παιδιά» με την ποδοσφαιρική ποιότητα του Τζιμπούρ είναι αναντικατάστατα.
Και οι δυο έχουν προχωρήσει την τελευταία εβδομάδα (που δεν είχε αγώνες και κάπως έπρεπε να γεμίσουν τις στήλες τους τα αθλητικά φύλλα) σε μια σειρά εμψυχωτικών δηλώσεων, όρκων νίκης και υποσχέσεων για μεγάλες εμφανίσεις και πολλά γκολ. Μόνο που σε κάθε ντέρμπι των «αιωνίων» το δύσκολο δεν είναι μόνο να δώσεις τον λόγο σου αλλά και να τον κρατήσεις.
και θα δείξει αν οι δυο σταρ των ομάδων, Ράφικ Τζιμπούρ και Σεμπαστιάν Λέτο, θα μετατρέψουν τις εμφατικές δηλώσεις τους σε καλή εμφάνιση ή αν, σαν άμυαλα παιδιά, δίνουν εύκολα τον λόγο τους, χωρίς να ξέρουν ότι το δύσκολο είναι να τον κρατήσεις.
Μπορεί να γράψει κανείς χιλιάδες λέξεις για ν’ αποτυπώσει τα συναισθήματα που προξενεί ένα ντέρμπι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Από την άλλη, μόνο και μόνο η είδηση πως το Σάββατο είναι το ντέρμπι των «αιωνίων» φτάνει για να περιγράψει τα πάντα. Από τη μια ο στιβαρός Ολυμπιακός του Ερνέστο Βαλβέρδε και της σταθερής διοίκησης, που όμως
δεν έχει καταφέρει να πιάσει καλό βηματισμό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Από την άλλη ο Παναθηναϊκός, που βίωσε το καλοκαίρι το δραματικό τέλος της πολυμετοχικότητας, έφαγε δυο σφαλιάρες στην Ευρώπη κι έμεινε έξω από
Champions και Europa League, αλλά στη συνέχεια η ομάδα του Φερέιρα απέδωσε καλύτερα, μ’ ένα εντυπωσιακά παραγωγικό παιχνίδι που τη φέρνει στην κορυφή του πρωταθλήματος. Α, και μ’ έναν Σαουδάραβα πρίγκιπα έτοιμο να επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στον σύλλογο του «τριφυλλιού». Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι πρωταγωνιστές του ντέρμπι. Και οι δυο διαθέτουν τρομακτικές ποδοσφαιρικές ικανότητες, και οι δυο ξεχωρίζουν μέχρι στιγμής, και οι δυο, όμως, έχουν μια επικίνδυνη τρέλα στο μυαλό, που μπορεί να τους οδηγήσει ανά πάσα στιγμή στον τορπιλισμό της καριέρα τους και στο κάψιμο του ταλέντου τους. Ο «πράσινος» Σεμπαστιάν Λέτο είναι αυτήν τη στιγμή ο πιο φορμαρισμένος παίκτης του πρωταθλήματος. Μετά από μια μέτρια περσινή χρονιά, απ’ την οποία το μόνο που θυμόμαστε είναι κάτι μπουνίδια και κάτι κόνξες που έκανε στ’ αποδυτήρια, δύο ήταν τα ενδεχόμενα για το καλοκαίρι: ή να πουληθεί ή ν’ αναλάβει τις ευθύνες του, ως ο νέος ηγέτης του ΠΑΟ, μετά την αποχώρηση του Τζιμπρίλ Σισέ. Τελικά, αποφάσισε το δεύτερο και με δέκα γκολ σε επτά αγώνες είναι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του και του πρωταθλήματος.
Ταιριάζοντας απόλυτα στο σύστημα του Φερέιρα, που θέλει τον ΠΑΟ ν’ αγωνίζεται χωρίς καθαρό επιθετικό αλλά με τρεις προωθημένους μέσους (το θαυμάσαμε αυτό στη Ρόμα του Σπαλέτι, με τον παίκτη-σύμβολο της πόλης, Φραντσέσκο Τότι, να εγκαινιάζει στην ουσία τη θέση όπου αγωνίζεται τώρα ο Λέτο), ο Αργεντινός βρήκε επιτέλους τον ζωτικό του χώρο μέσα στο γήπεδο. Αυτό είναι, ίσως, το μόνο πράγμα που χρειάζονται οι παίκτες αυτής της πάστας, να τους τοποθετήσεις σωστά μέσα στο σύστημά σου.
Από εκεί κι έπειτα, τα κάνουν όλα μόνοι τους. Ο Αλγερινός Ράφικ Τζιμπούρ (γνωστός ως «Τρομοκράτης» ή «Τζεμπούρης») πήγε πέρσι, στη μέση της χρονιάς, στον Ολυμπιακό, αφού έμεινε ελεύθερος από την ΑΕΚ. Είναι παιδί μεταναστών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γκρενόμπλ κι έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην Οσέρ. Ο ατίθασος χαρακτήρας του ήταν και το βασικό του εμπόδιο στο να κάνει μεγάλη καριέρα στη Γαλλία. Το 2006 ήρθε στην Ελλάδα και στον Εθνικό Αστέρα, για να μετακομίσει αμέσως σχεδόν στο Περιστέρι και στον Ατρόμητο Αθηνών. Την επόμενη χρονιά πήγε «πλατεία» κι έγινε κάτοικος Νέας Σμύρνης. Μετά από έναν χρόνο έκανε το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, οπότε και πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ. Εκεί, για δυόμισι περίπου χρόνια τσακωνόταν με όλο τον κόσμο και θα μας μείνουν αξέχαστες οι κοκορομαχίες με την κλίκα των Αργεντινών (Σκόκο, Μπλάνκο, Σάχα), που είχαν φτάσει σε σημείο να μην αλλάζουν μπαλιά μέσα στο γήπεδο. Η τραγική κατάσταση στα διοικητικά και τα οικονομικά της ΑΕΚ και κάτι κόλπα των μάνατζερ τον οδήγησαν στον Ολυμπιακό. Το μόνο παράπτωμά του είναι ότι άργησε μια φορά στην προπόνηση. Κατά τ’ άλλα, έχει πετύχει 8 κρίσιμα γκολ σε έντεκα αγώνες και μέχρι στιγμής έχει κρατήσει τον λόγο του ότι θα είναι «καλό παιδί». Και τα «καλά παιδιά» με την ποδοσφαιρική ποιότητα του Τζιμπούρ είναι αναντικατάστατα.
Και οι δυο έχουν προχωρήσει την τελευταία εβδομάδα (που δεν είχε αγώνες και κάπως έπρεπε να γεμίσουν τις στήλες τους τα αθλητικά φύλλα) σε μια σειρά εμψυχωτικών δηλώσεων, όρκων νίκης και υποσχέσεων για μεγάλες εμφανίσεις και πολλά γκολ. Μόνο που σε κάθε ντέρμπι των «αιωνίων» το δύσκολο δεν είναι μόνο να δώσεις τον λόγο σου αλλά και να τον κρατήσεις.